κορδέλα

κορδέλα
Λέξη που έχει ποικίλες έννοιες και χρήσεις. Έτσι, μπορεί να σημαίνει ταινία από ύφασμα, δέρμα ή άλλη ύλη· μετρική στενή ταινία από κηρωτό ύφασμα για την καταμέτρηση εκτάσεων, οικοπέδων κ.ά.· πριόνι που χρησιμοποιείται στα μηχανικά πριονιστήρια. Τέλος, κ. ονομάζεται και ένα παρασιτικό σκουλήκι, γνωστό κυρίως με την ονομασία ταινία (βλ. λ.), καθώς και ένα στενόμακρο ψάρι.
* * *
η
1. λωρίδα, ταινία από μεταξωτό συνήθως ύφασμα ή από δέρμα ή από άλλη ύλη
2. μετρητική στενή ταινία πάνω στην οποία είναι τυπωμένες οι μετρικές μονάδες και οι υποδιαιρέσεις τους και η οποία χρησιμεύει για καταμέτρηση εκτάσεων
3. το πριόνι τών μηχανικών πριονιστηρίων που έχει σχήμα λωρίδας και το ίδιο το πριονιστήριο που έχει τέτοιο πριόνι
4. η κινηματογραφική ταινία
5. ελικοειδής δρόμος σε πλαγιά βουνού
6. ζωολ. κοινή ονομασία τής ταινίας
7. φρ. «τράβα κορδέλα» — για δήλωση τού ότι κάτι κακό ή απρεπές γίνεται συνεχώς και υπερμέτρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cordella.
ΠΑΡ. νεοελλ. κορδελάκι, κορδελάς, κορδελιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορδέλα — η (λ. ιταλ.) 1. ταινία από ύφασμα: Δένει τα μαλλιά της με μια κορδέλα. 2. μετρητική ταινία. 3. ελικοειδής δρόμος στην πλαγιά βουνού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορδελιάζω — [κορδέλα] 1. ράβω στην άκρη υφάσματος ή δέρματος κορδέλα, ρελιάζω 2. γαζώνω υποδήματα, ράβω υποδήματα με τη μηχανή …   Dictionary of Greek

  • ακορδέλιαστος — η, ο [κορδελιάζω] 1. (ένδυμα) που δεν έχει γαρνιριστεί με κορδέλα 2. (παπούτσι) που δεν έχει ραφές 3. (καρπός) που δεν έχει περαστεί σε κορδέλα «ακορδέλιαστα σύκα» 4. εκείνος που δεν έχει μετρηθεί με κορδέλα (δρόμος, έκταση γης, κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • κορδελάς — ο, θηλ. ού [κορδέλα] 1. αυτός που κατασκευάζει κορδέλες, κορδελοποιός 2. αυτός που χειρίζεται την πριονοκορδέλα, δηλ. την πριονιστική μηχανή που λειτουργεί με κορδέλα …   Dictionary of Greek

  • ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… …   Dictionary of Greek

  • αναδέσμη — ἀναδέσμη, η (Α) [ἀναδέω] κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές …   Dictionary of Greek

  • αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… …   Dictionary of Greek

  • καιρία — καιρία, ἡ (Α) [καίρος] σχοινί ή ταινία, κορδέλα που χρησιμεύει για περίδεση …   Dictionary of Greek

  • κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”